αλλα ψαρεματα
Παραδοσιακά Ψαρέματα: ΖΟΚΑ Χθες, Σήμερα, Αύριο
Όπως ακριβώς τα ψάρια προσαρμόζονται κάθε φορά στις υπάρχουσες καταστάσεις έτσι και ο σύγχρονος ψαράς προσαρμόζει τον τρόπο ψαρέματός του ανάλογα με τη συμπεριφορά των ψαριών. Η ζόκα μπορεί να επινοήθηκε αρχικά για κάποιο δύστροπο ψάρι, όμως γρήγορα προσαρμόστηκε σε όλα τα ψάρια και σε όλες τις συνθήκες.
Ο Έλληνας ψαράς, από τα πρώτα του κιόλας ψαρέματα, παρατήρησε τη διαφορά που είχε το δολωμένο αγκίστρι καθώς κατευθυνόταν στο βυθό -με τη βοήθεια ενός βαριδιού- σε σχέση με το ελεύθερο δόλωμα που κατέβαινε αργά. Έτσι πολύ γρήγορα άφησε στην άκρη το οποιοδήποτε βάρος χρησιμοποιούσε και με το αγκίστρι μόνο του δεμένο στη πετονιά, προσεκτικά δολωμένο, έβγαζε ψάρια μεγάλα κι εκλεκτά. Όμως αυτό το ψάρεμα πραγματοποιούνταν με επιτυχία σε ρηχά μόνο σημεία. Αν ήθελε να αναζητήσει ψάρια λίγο βαθύτερα, δεν τα κατάφερνε με σκέτο αγκίστρι, αφού το δόλωμα είτε δεν έφτανε στο βυθό λόγω των ισχυρών ρευμάτων ή ακόμα και αν έφθανε, ήταν σε άσχημη κατάσταση από τις τσιμπιές των μικρόψαρων, που το είχαν περιλάβει στο κατέβασμά του.
Η λύση σε αυτό δεν άργησε να βρεθεί. Ο ψαράς σκέφτηκε έξυπνα ως εξής. Η ύπαρξη βάρους είναι απαραίτητη. Το βάρος όμως αυτό δεν πρέπει να φοβίζει τα ψάρια αλλά να τα προσελκύει. Πως θα γινόταν αυτό; Με την παρουσία του βάρους κοντά στο δόλωμα και όχι στην άκρη της αρματωσιάς! Δηλαδή πως; Το βάρος αυτό θα ήταν ένα σώμα με το αγκίστρι και θα κατέβαινε μαζί με το δόλωμα, χωρίς να δημιουργεί υποψίες στα ψάρια.
Για κάμποσο χρονικό διάστημα αυτό λειτούργησε θαυμάσια. Όμως τα ψάρια άρχισαν να υποψιάζονται την παγίδα και οι συλλήψεις λιγόστεψαν. Ο ψαράς τότε σκέφτηκε να κατασκευάσει το βάρος με σχήμα τέτοια που να μοιάζει σα δόλωμα στα μάτια των ψαριών. Άλλαξε λοιπόν το σχήμα του βάρους, του έδωσε τη μορφή μικρόψαρου και πολυμήχανος καθώς ήταν το γυάλισε με ένα πανάκι βουτηγμένο σε υδράργυρο ώστε να γυαλίσει τέλεια. Δόλωνε το αγκίστρι του με μικρές γαρίδες, καραβιδάκια και άλλα φυσικά δολώματα και καθώς το δόλωμα έπεφτε στο νερό μαζί με το καλογυαλισμένο μολύβι, έδινε στα ψάρια την εντύπωση της πάλης μιας γαρίδας ή μιας καραβίδας με ένα μικρόψαρο. Το όλο σκηνικό ήταν ιδιαίτερα προκλητικό και χωρίς πολύ σκέψη το οποιοδήποτε μεγάλο ψάρι ορμούσε να καταπιεί με τη μια και τους δυο μεζέδες μαζί.
Η πατέντα αυτή λειτούργησε θαυμάσια αρκετά χρόνια και τα ψάρια που πιάνονταν ήταν εντυπωσιακά. «Ξεφύτρωναν» κυριολεκτικά από εκεί που δεν υπήρχαν ή για να ακριβολογούμε έβγαιναν ψάρια εκεί που οι άλλοι τρόποι ψαρέματος αδυνατούσαν να πετύχουν το παραμικρό. Η επιτυχία της συγκεκριμένης τεχνικής γρήγορα οδήγησε τον ψαρά στην εφαρμογή της σε μεγαλύτερα βάθη αλλά και πολύ μεγαλύτερα θηράματα. Φαγκριά, ροφοί, στήρες, σφυρίδες, βλάχοι, έβγαιναν εύκολα στην επιφάνεια όταν το βαρίδι της ζόκας έγινε βαρύ, το αγκίστρι μεγάλο και το δόλωμα ολόκληρο καλαμάρι, σουπιά ή ζωντανό ψαράκι. Μάλιστα, για να μην χάνονται τσιμπήματα, πρόσθεσε και αγκίστρια «κλέφτες» στο σύστημα, φτιάχνοντας έτσι το απόλυτο ψαρευτικό εργαλείο.
Για πολλά χρόνια η τεχνική αυτή της ζόκας συνέχισε να δίνει πολλά κι εκλεκτά ψάρια. Οι ψαράδες που την χρησιμοποιούσαν, γνωρίζοντας τις μεγάλες δυνατότητές της, προσπάθησαν -όπως είναι λογικό- να το κρατήσουν μυστικό από τους συναδέλφους τους. Τα ψαρέματά τους ήταν μοναχικά και το εργαλείο κρυβόταν καλά μέσα στα υπόλοιπα σύνεργα, παρουσιάζοντας κάποια παραλλαγή ψαρέματος στα μάτια των άλλων.
Τα χρόνια πέρασαν αλλά η τεχνική της ζόκας άντεχε. Τα ψάρια δύσκολα μπορούσαν να υποψιαστούν την παγίδα κι εξακολουθούσαν να πιάνονται σχετικά εύκολα. Ήρθε η βιομηχανοποίηση του αλιευτικού εξοπλισμού και οι εταιρείες προσπάθησαν να δώσουν ότι ήταν δυνατόν στον ψαρά για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Το καθετί μελετήθηκε, άλλαξε μορφή ώστε να είναι περισσότερο εμπορικό και βγήκε σε μεγάλη παραγωγή. Η ζόκα για αρκετά χρόνια παρέμενε στο περιθώριο, παρόλο που στην ελληνική αγορά κυκλοφορούσε ευρέως και πουλιόταν στα περισσότερα καταστήματα ειδών αλιείας. Η τεχνική της, ήταν γνωστή σε λίγους και αυτοί κατάφερναν να μην την μεταδίδουν προς τα έξω, στερώντας την πλατιά διάδοση της τεχνικής. Όμως, ένα μυστικό στις μέρες μας, δύσκολα μπορεί να κρατηθεί μυστικό. Έτσι και αυτή πήρε το δρόμο της βιομηχανοποίησης, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις.
Το απλοϊκό σουλούπι της άλλαξε μορφή. Η μονοτονία του μολυβιού και του αγκιστριού, εκτός από την τροποποίηση του σχήματος, ήρθε να συμπληρωθεί με πολύχρωμες λωρίδες, κορδόνια και πλαστικά, που τραβούσαν το μάτι του ψαρά από μακριά. Ο όρος ζόκα άλλαξε -αφού ήταν κάτι καθαρά ελληνικό- και ανάλογα με τη σχεδίαση της πήρε ξενόφερτες ονομασίες (καμπούρα, τένυα κ.α.), ώστε να μπορέσει να πουλήσει παγκοσμίως. Και μάλλον τα κατάφερε…
Στις μέρες μας, ένα μεγάλο σύνολο ψαράδων έχει στα σύνεργά του κάποια μορφή ζόκας, ενώ αρκετοί είναι και οι θαυμαστές της. Οι επιτυχίες της είναι δεδομένες αν ακολουθήσεις κάποιους βασικούς κανόνες, οι οποίοι στην ουσία ευθύνονται και για τη δημιουργία της. Η φιλοσοφία του δολώματος που κατεβαίνει στο βυθό, όσο γίνεται πιο αργά, χωρίς να φαίνεται το βαρίδι, παρά να καλύπτεται από το δόλωμα δίνοντας στα ψάρια μια λανθασμένη εικόνα, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο και στις μέρες μας. Τα ψάρια παρότι συνεχώς προσαρμόζονται στα υπάρχοντα δεδομένα, δύσκολα μπορούν να καταλάβουν την παγίδα του ψαρά και μάλλον θα εξακολουθήσουν να πιάνονται στα εργαλεία του για αρκετά χρόνια ακόμα. Ο ψαράς σίγουρα θα πραγματοποιήσει στο μέλλον πολλές τροποποιήσεις στο αλιευτικό εργαλείο της ζόκας, δίνοντάς του νέα σχήματα, μορφές και ονόματα, αλλά αυτό που δε θα μπορέσει ποτέ να καταφέρει να αλλάξει είναι η φιλοσοφία της, η οποία στην ουσία αποτελεί και το μεγάλο «μυστικό» της επιτυχίας.