Cover

Απικο

Θαλασσινές Αφηγήσεις: Τύχη ή Τέχνη;

Ήταν, θυμάμαι ένα καλοκαιρινό απόγευμα γύρω στα τέλη του ’80. Αρκετά  μεγάλα παιδιά πια, εγώ και ο αδερφός μου ο Λευτέρης –μαθητής γυμνασίου  – ζούσαμε τις πρώτες μας συναρπαστικές εμπειρίες στο ψάρεμα κατά τη  διάρκεια των θερινών μας διακοπών στον τόπο καταγωγής των προγόνων μας, την Κάρυστο. Όπως  κάναμε έτσι και εκείνο το απόγευμα βρισκόμαστε στο λιμάνι με τα καλάμια μας απίκο. Ήταν αρκετά νωρίς γιατί θυμάμαι πολύ καλά τον καυτό  ήλιο να μας χτυπάει κατακούτελα. Κατεβαίναμε νωρίς βλέπετε, για  να προλάβουμε να πιάσουμε καλές θέσεις  στο μόλο. Εκείνη την ημέρα είχαμε στήσει τα καρεκλάκια μας δίπλα σε ένα κατάξανθο νεαρό αγόρι, περίπου στην ηλικία μας ή λίγο μικρότερο που έμοιαζε να ψαρεύει από το μεσημέρι στο συγκεκριμένο μέρος. Το καταλαβαίναμε από τις μαύρες ράχες και τις ασημένιες κοιλιές των ψαριών που σάλευαν μέσα στον συντηρητή κιούρτο του. Μπράβο ψάρια….!! Πότε πρόλαβε και τα έπιασε όλα αυτά!…σκεφτήκαμε, αφού ως τώρα ξέραμε ότι η ώρα του ψαρέματος ξεκινάει το απόγευμα και κορυφώνεται το σούρουπο!  Από την άλλη το λάβαμε και ως καλό σημάδι για εμάς, καθώς φαινόταν ότι θα είχαμε την ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε το μαλαγρωμά  του.

Αφού όλα έδειχναν ευνοϊκά, ξεκινήσαμε το ψάρεμα. Ανεβοκατεβάζαμε τα καλάμια μας σαν μπάρες των διοδίων, ολόισια και τεντωμένα, με τις μύτες τους περήφανα να κοιτούν άλλοτε οριζόντια τον ουρανό και άλλοτε κατακόρυφα. Αντιθέτως η μύτη του καλαμιού  του ξανθού αγοριού δίπλα μας συνεχώς μπρουμύτιζε μέχρι επαφής με το νερό, το καλάμι του καμπύλωνε από το πολύ λύγισμα και η αρματωσιά του τεζάριζε μεταδίδοντας τραντάγματα και παλμούς στα χέρια και το κορμί του. Κάθε λίγο και λιγάκι……ωπ!…κι ένας κέφαλος! Και τι κέφαλοι! Θηρία! Χωρίς υπερβολές πρέπει να έπιανε έναν κέφαλο ανά τρείς ριξιές.

Εμείς τι στο καλό…ούτε τσίμπο, γιατί τόση ατυχία; Τι συνέβαινε; Το σημείο όπου ψαρεύαμε …γνωστό…σίγουρο και δοκιμασμένο.  Το προηγούμενο απόγευμα μάλιστα, εκεί ακριβώς είχαμε πιάσει τέσσερις  τεράστιους κεφάλους (με το ένα δε να βγαίνει εξ αιτίας της απειρίας μας με περιπετειώδη τρόπο και με την πολύτιμη συνδρομή ψαράδων από τα καΐκια και θαμώνων από τα καφενεία)! Το δόλωμα μας, η ζύμη μας, πάντα με την ίδια δοκιμασμένη συνταγή. Το βάθος της αρματωσιάς υπολογισμένο με απόλυτη ακρίβεια.  Μήπως η μαλάγρα του ξανθού; Εμείς δεν είχαμε ακόμη αρχίσει να χρησιμοποιούμε μαλάγρα γιατί ως τότε δεν μας φαίνονταν απαραίτητη. Αλλά και πάλι, εάν είχε χρησιμοποιήσει μαλάγρα, πως είναι δυνατών τα ψάρια να περιορίζονταν σε μια έκταση της τάξης του ενός τετραγωνικού μέτρου και να μην τρώνε είκοσι εκατοστά παραπέρα; Άλλωστε δεν τον είχαμε δει να μαλαγρώνει….μόνο υποθέσεις κάναμε…κι  όλες βουβά από μέσα μας…..

Όσο η ώρα περνούσε δίχως τσιμπιά για εμάς και με τον έναν κέφαλο πίσω από τον άλλον για τον ξανθό δίπλα μας, σκάγαμε από το κακό μας. Σκάγαμε ακόμα περισσότερο καθώς δεν μπορούσαμε ούτε να μιλήσουμε μεταξύ μας τα δυο αδέρφια, Θα μας άκουγε να τον σχολιάζουμε και θα ντρεπόμασταν. Βράζαμε στον καημό και τον πόνο. Σταδιακά χάναμε και την αυτοσυγκέντρωση μας  στα καλάμια μας. Είχαμε το ένα μάτι συνέχεια στραμμένο στον ξανθό …και να τος πάλι να τινάζει τα χέρια του προς τα πάνω, το μικροκαμωμένο του κορμί να τραντάζεται ολόκληρο και οι κατάξανθες μακριές μπούκλες των μαλλιών του να ακολουθούν με το δικό τους τρέμουλο το σπαρταριστό ρυθμό του αγκιστρωμένου ψαριού! Απόλυτα ψύχραιμο, με ζηλευτή νηφαλιότητα κι αυτοπεποίθηση , χωρίς να κουνιέται χιλιοστό από τη θέση του, κατεύθυνε το καλάμι αργά προς τα πάνω. Δεν βιαζόταν και δε λαχταρούσε να δει γρήγορα γρήγορα το ψάρι που είχε πιάσει, λες και το είχε δεμένο και σίγουρο. Θαρρείς πως το βασάνιζε μαζί πάντα με την υπομονή και τα νεύρα μας. Και καθώς η ανοδική πορεία του καλαμιού πλησίαζε στο τέλος της, άφηνε το ένα χέρι κι έπιανε τη μεγάλη ανοξείδωτη απόχη. Με χειρουργικές κινήσεις ακριβείας απόχιαζε το ψάρι πριν καλά –καλά ξενερίσει και με μια τελευταία κίνηση, την πιο αριστοτεχνική από όλες, έφερνε θήραμα κι αρματωσιά στο κέντρο της ποδιάς του.

Τι να πεις; Ήταν ολοφάνερο ότι ο μικρός ξανθός ήταν άλλης κλάσης ψαράς. Τόση διαφορά όμως με μας; Αυτός στο απόλυτο άριστα κι εμείς στο απόλυτο μηδέν; Και καλά με εμάς τους πιτσιρικάδες. Τους υπόλοιπους καλαμάδες που είχαν στηθεί αριστερά του και δεξιά από εμένα και τον αδερφό μου πως τους υποβίβαζε έτσι; Γιατί ξέχασα να αναφέρω πως καθώς η ώρα περνούσε, όλα το τότε «βαρύ πυροβολικό» του λιμανιού μας είχε καταφθάσει για το καθιερωμένο απογευματινό –βραδινό απίκο του. Και μιλάω για ανθρώπους σαν το συγχωρεμένο τον κυρ-Διαμαντή ο οποίος έκανε απίκο όλη του τη ζωή, τον Αλέκο που χρόνια παραθέριζε στο λιμάνι της Καρύστου φιλοξενούμενος στις κουβέρτες και τα αμπάρια των καϊκιών(!) και φυσικά άλλη δουλειά από το να ψαρεύει μέρα νύχτα δεν έκανε, τον μπάρμπα- Λάμπρο με το κασκέτο και τις παμπάλαιες σαγιονάρες, τον κυρ Λάκη με τα οκτάμετρα καλάμια και πέντε- έξι ακόμη γραφικές μορφές του λιμανιού εκείνης της εποχής που δεν θυμάμαι πια πως τους έλεγαν. Πρέπει να ήμαστε τουλάχιστον δέκα στη σειρά ή πιο σωστά πλάι-πλάι, σχεδόν κολλητά ο ένας  με τον άλλον, με το ξανθό αγοράκι στο κέντρο μας και συνάμα στο επίκεντρο της αγανάκτησης και του εκνευρισμού.

Τα σκέφτομαι σήμερα και γελώ. Ιδίως όταν έρχονταν στο νου μου εικόνες σαν την προσπάθεια του κυρ –Λάκη να ρίξει την αρματωσιά του όσο πιο κοντά γίνονταν στην αρματωσιά του ξανθούλη.  Σε κάποια φάση το τεράστιο καλάμι του  καβάλησε το καλάμι του αγοριού και οι αρματωσιές τους μπερδευτήκαν. Ή όταν πάλι ο Αλέκος  νόμισε ότι επιτέλους  έπιασε κι αυτός κάτι  αλλά τελικά ανέβασε έναν τρύπιο  γκαζοντενεκέ! Η κατάσταση είχε εξελιχθεί σε κανονική φαρσοκωμωδία! Ο ξανθός σίγουρα μας είχε στήσει φάρσα! Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει να χάνεται η υπομονή των περισσοτέρων. Τα σχόλια κυρίως των μεγαλυτέρων ακούγονταν μεγαλόφωνα πια. Μέσα σε κλίμα έντασης, ένας –ένας τα μάζευε κι αποχωρούσε. Άλλος έφευγε για το σπίτι του, άλλος μεταφερόταν σε διαφορετικό σημείο του λιμανιού. Έτσι δεν αργήσαμε να μείνουμε πάλι οι τρεις μας, όπως ήμαστε νωρίς το απόγευμα.

Η δική μας σύγχυση είχε κάπως υποχωρήσει . Η γενική αποτυχία τόσων ανθρώπων έρχονταν να μας ξελαφρώσει και να μας παρηγορήσει. Σκεφτόμασταν πόσο χειρότερα θα μπορούσε να είναι η κατάσταση, αν αντί για έναν, έπιαναν όλοι ψάρια, εκτός από εμάς. Τότε σίγουρα θα φταίγαμε μόνο εμείς. Τώρα όμως δεν φταίμε. Απλά ο συγκεκριμένος νεαρός τύπος, άγνωστος πώς, μας γελοιοποιούσε μαζικά. Με αυτές και με αυτές τις σκέψεις είχαμε πάψει να προσπαθούμε άλλο. Καθόμαστε και τον χαζεύαμε για να δούμε πόσα ακόμα ψάρια θα πιάσει, αλλά και προσπαθούσαμε  να αντιληφθούμε ποιο ήταν το κόλπο του. Όπως και να χε πάντως είχαμε αρχίσει και να τον θαυμάζουμε, τόσο για την επιδεξιότητα του, όσο και για το ύφος του και μάλλον πιο πολύ για αυτό. Μας εντυπωσίασε το ότι δεν έδειξε να ενοχλείται από τα αγενή σχόλια των άλλων και από τις παρενοχλήσεις τους, ούτε καν τη στιγμή που ο διπλανός του εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του καβαλώντας το καλάμι του και μπερδεύοντας την αρματωσιάς του. Δεν αντέδρασε όπως θα περίμενε κανείς, παρά φάνηκε να ντρέπεται και να νιώθει αμήχανα κι άβολα. Σα να μην επεδίωκε αυτό που συνέβαινε, σα να μην τον ευχαριστούσε αυτή η υπέροχη,  να μην απολάμβανε την επιτυχία του. Έδειχνε σεμνός και μετριοπαθής που απλά εκείνο το βράδυ τύχαινε να είναι πιο τυχερός από τους άλλους. Πιστεύαμε πως αν τον ρωτούσε κανείς θα απέδιδε την επιτυχία του μόνο στην τύχη. Μια τέτοια απάντησε φυσικά εμάς δε θα μας έπειθε απόλυτα. Κάτι παρά πάνω από όλους μας θα πρέπει να κατείχε, κάτι θα έκανε καλύτερα, κάποιο μυστικό θα γνώριζε και αλήθεια που ήταν όλα τα προηγούμενα απογεύματα; Γιατί δεν ψάρευε συχνά αφού ήταν τόσο καλός; Αν κι από τις κουβέντες των άλλων είχαμε καταλάβει ότι δεν ήταν άγνωστος στο λιμάνι. Είχαμε ακούσει να τον αποκαλούν Αντώνη. Άρα εμείς δεν τον ξέραμε γιατί ήταν η πρώτη μας χρονιά που ψαρεύαμε σαν ενήλικες με μεγάλα καλάμια. Οι  άλλοι θα τον ήξεραν από πέρυσι, θεωρήσαμε.

Τότε ο σεμνός Αντώνης αποφάσισε να μας μιλήσει. Μας πρότεινε να χρησιμοποιήσουμε από τη δική του ζύμη για τη συνέχεια, καθώς η δική μας του φαινόταν, όπως την έβλεπε σκληρή. Μας εξήγησε ότι ο κέφαλος συνήθως πιπιλάει το δόλωμα γι αυτό προτιμάει το αφράτο και το μαλακό δόλωμα. Πράγματι, το δικό  του δόλωμα ήταν διαφορετικό από το δικό μας. Ήταν σα ζυμάρι ζαχαροπλαστικής, μαλακό και ελαστικό σαν αυτό που φτιάχνουν τα τσουρέκια. Επίσης ήταν πολύ λαδερό. Προφανώς περιείχε και λάδι  η συνταγή του. Δε διστάσαμε να τον ρωτήσουμε τι ακριβώς και με ποια αναλογία. Εκείνος δίχως δισταγμό μας την περίγραψε αναλυτικά. Φρυγανιά τριμμένη, φρέσκια σαρδέλα, αλεύρι, λάδι, βανίλια…

Σαφώς η δική του ζύμη περιείχε περισσότερα υλικά και ο τρόπος παρασκευής της ήταν δυσκολότερη από αυτόν που ξέραμε και κάναμε ως τότε. Εμείς φτιάχναμε κάτι πολύ πιο απλό. Να κιόλας η πρώτη διαφορά! Στη συνέχεια τον ρωτήσαμε εάν ειχε ρίξει μαλάγρα. Μας είπε ότι από το πρωί είχε ασχοληθεί με το να μαλαγρώσει τον τόπο, ποντίζοντας έναν αυτοσχέδιο μαλαγρωτή. Μας πρότεινε να μείνουμε μέχρι το τέλος για να μας τον έδειχνε όταν θα έφευγε. Τότε είδαμε ένα ψιλό σχοινάκι δεμένο σε μια δέστρα χαμηλά στο τοίχο του μόλου να καταλήγει στο νερό. Κοιταχτήκαμε με τον αδερφό μου και ταυτόχρονα σκεφτήκαμε ορίστε  και άλλο ένα μυστικό της επιτυχίας του. Μας εξήγησε επίσης ότι ο μαλαγρωτής εξυπηρετούσε στη συγκράτηση της μαλάγρας στο σημείο πόντισης και ακόμα στην σταδιακή διάχυση της στο νερό, σε αντίθεση με τη χύμα όπου γρήγορα διασκορπίζεται και χάνεται. Στο λιμάνι μας είπε, τα ψάρια είναι συγκεντρωμένα, δε χρειάζεται να τα προσελκύσεις από το πέλαγος. Η χύμα μαλάγρα εργάζεται και αποδίδει στο ψάρεμα από το βράχο, όχι στο ψάρεμα στο λιμάνι. Στο λιμάνι θέλεις τη μαλάγρα σου σημειακή και αργά διαλυόμενη. Αρκεί να της δώσεις χρόνο να δράσει. Γι αυτό την έριξε το πρωί, για να ψαρέψει το μεσημέρι.

Ζήτησε να του δείξουμε τις αρματωσιές και τα παράμαλλα μας. Τα συγκρίναμε με τα δικά του και είδαμε ότι χρησιμοποιούσε πιο ψιλές πετονιές, καθόλου στριφτάρια και μολύβια και πιο μικρή σαλαγκιά, διαφορετικού τύπου, σχήματος και χρώματος από τις δικές μας. Τις έπαιρνε από τον Πειραιά γιατί στην Κάρυστο δεν τις έφερνε κανένα κατάστημα, μας εξήγησε και μας χάρισε δύο για δείγμα. Μετά την αρματωσιά συζητήσαμε για τα καλάμια και τις βάσεις τους, για το πώς δένει το σπαγγάκι στη μύτη του καλαμιού, για το τι σπαγγάκι χρησιμοποίει για το καρτελάκια και τους φελλούς και γενικά για το καθετί που μπορεί να παίξει ρόλο στο συγκεκριμένο ψάρεμα.  Μας εξέπληξαν οι γνώσεις του αλλά κυρίως η έμφαση του στη μελέτη για τη σωστή επιλογή  ακόμη και του παραμικρού εξαρτήματος. Η επιτυχία στο ψάρεμα, μας είπε είναι η συνισταμένη πολλών παραμέτρων. Κάθε υλικό, κάθε εξάρτημα, συστατικό ή σύνεργο είναι και μία συνιστώσα, είναι και μία παράμετρος. Όλες μαζί συνθέτουν το αποτέλεσμα!

Τέτοια λόγια πρώτη φορά ακούγαμε. Πρακτικά κάναμε το πρώτο μας σεμινάριο στο ψάρεμα, το πρώτο μας φροντιστήριο. Κι από ότι φαινόταν είχαμε πέσει στον καταλληλότερο δάσκαλο. «Χρησιμοποιώ μαθηματικούς όρους γιατί σπουδάζω μαθηματικός, είμαι  φοιτητής στο μαθηματικό»… μας ενημέρωσε κάνοντας την έκπληξη μας ακόμη μεγαλύτερη. Ήταν τόσο μεγαλύτερος μας; Ούτε που του φαινόταν. Θα στοιχημάτιζε κανείς ότι θα ήταν μικρότερος κι όχι μεγαλύτερος από εμάς! Έτσι έδειχνε.

Στο λιμάνι ήταν φυσικά πασίγνωστος, αφού η δράση του είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν. Το ότι δεν τον είχαμε ξαναδεί ως τότε εκείνη τη χρονιά να ψαρεύει στο λιμάνι οφείλονταν στο ότι ασχολούνταν με όλα σχεδόν τα είδη ψαρέματος, υποβρύχιο και επιφανείας. Μάλιστα διέθετε και ξύλινη βάρκα, τον «Καπεταν Αντώνη», πολύτιμο μέσο για τις περισσότερες δραστηριότητές του. Εξαιτίας του  τον γνωρίσαμε εκείνη την μέρα , όπως μας αποκάλυψε. Τον είχε τραβήξει στο καρνάγιο για επισκευές κι έτσι εγκλωβισμένος όπως βρίσκονταν στο λιμάνι αποφάσισε να ασχοληθεί με το απίκο που αγαπούσε ιδιαίτερα κι είχε καιρό να ασχοληθεί. Και παρότι έλεγε πως είχε καιρό να ασχοληθεί αποδείκνυε περίτρανα ότι βρισκόταν στην καλύτερη φόρμα. Για αυτόν ήταν « παλιά μου τέχνη κόσκινο»…όπως λέει η παροιμία.

Η βραδιά κύλησε με ασταμάτητη κουβέντα. Ο ως τότε αμίλητος και ντροπαλός Αντώνης είχε πάρει φόρα και δε σταματούσε με τίποτα. Φάνηκε να μας συμπάθησε επειδή δεν εγκαταλείψαμε την προσπάθεια όπως οι άλλοι και ήθελε να μας ανταμείψει για αυτό. Ήθελε να μας μεταδώσει τις γνώσεις και τις εμπειρίες του, ήθελε να μας διδάξει την τέχνη του, να μας δείξει τη μαστοριά του. Φαινόμενο σπάνιο για την Ελληνική πραγματικότητα όπου κυριαρχεί το δόγμα της απόκρυψης της γνώσης και της πληροφορίας προς ίδιο όφελος. Ο Αντώνης είχε διαφορετική αντίληψη σχετικά με αυτό το θέμα. Πίστευε και εξακολουθεί να πιστεύει πως η γνώση πρέπει να μεταδίδεται για να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται. Άλλωστε στην πορεία της κουβέντας μάθαμε ότι δε είμαστε οι μόνοι τυχεροί, οι εκλεκτοί εάν προτιμάτε που διάλεξε για μαθητές του. Ο Αντώνης ότι ήξερε να πει για το ψάρεμα το έλεγε με ειλικρίνεια και απλότητα σε όσους ενδιαφέρονταν μέσα από τις σελίδες του πρώτου (και μοναδικού τότε) ειδικού μηνιαίου περιοδικού σχετικού με το ψάρεμα τον «Υποβρύχιο Κόσμο». Ο Αντώνης ήταν ήδη από τότε ένας αληθινός και σπουδαίος δάσκαλος της τέχνης του ψαρέματος , ήδη καταξιωμένος στο χώρο της αθλητικής μορφής του, με σημαντικές διακρίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό και πασίγνωστος σε όλη την κοινότητα των ερασιτεχνών αλιέων μέσω της επιτυχημένης αρθρογραφίας του. Ο  «μικρός Αντώνης» μεταμορφώνονταν σε γίγαντας μπροστά στα μάτια μας καθώς η κουβέντα εξελίσσονταν. Τι απίστευτη συγκυρία να γνωρίσουμε αυτόν τον άνθρωπο! Πόσο τυχεροί  σταθήκαμε εκείνη την ήμερα κι ας μην πιάσαμε λέπι!

Εγώ και ο Λευτέρης ολοένα παίρναμε και περισσότερο το θάρρος και δεν διστάζαμε να ρωτάμε για ψάρεμα από βάρκα όπως η καθετή, η συρτή και το παραγάδι. Σε όλες μας τις ερωτήσεις απαντούσε πρόθυμα. Μας έταξε μάλιστα να μας πάρει μαζί του την επόμενη εξόρμηση του όταν θα έριχνε τη βάρκα του πάλι στο νερό και φυσικά τήρησε την υπόσχεση του.

Η τελευταία μας ερώτηση πριν αποχωριστούμε στο τέλος εκείνης της βραδιάς, δεν μπορούσε να ήταν άλλη από το να εξηγήσει γιατί έπιανε ψάρια μόνο αυτός και κανένας άλλος. Είπε ότι οφείλονταν σε δύο λόγους. Ο ένας λόγος ήταν ότι ο χρόνος που είχε αφιερώσει για να φροντίσει ώστε η κάθε λεπτομέρεια, η κάθε παράμετρος όπως λέγαμε πιο πριν, να είναι μελετημένη και κατασκευασμένη ή οργανωμένη στον καλύτερο δυνατό βαθμό, ήταν πολλαπλάσιος του χρόνου που όλοι οι υπόλοιποι είχαμε διαθέσει αντίστοιχα. Πίστευε και υποστήριζε ότι το καθετί, όσο σημαντικό ή ασήμαντο φαίνονταν, θα έπρεπε να γίνονταν με την μέγιστη προσοχή, με τρόπο ευλαβικό και σχολαστικό γιατί σίγουρα θα έπαιζε και αυτό το ρόλο του την κατάλληλη στιγμή. Ο δεύτερος λόγος ήταν ίσως και η αποκάλυψη του μυστηρίου. Είχε από νωρίς διαπιστώσει ότι τα ψάρια δεν τσιμπούσαν ή τσιμπούσαν ανόρεκτα εκείνη την ημέρα. Ο Αντώνης μέσα από την αφοσίωση του στη μελέτη και τη διαρκή επιτήδευση της ψαρευτικής τέχνης, είχε αναπτύξει τέτοιο βαθμό αντίληψης ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται μόνο αυτός το ανόρεκτο πιπίλισμα του κεφάλου στο ζυμάρι. Έβλεπε  τσιμπιά, εκεί που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δει. Ένιωθε το ανεπαίσθητο άγγιγμα του κεφάλου στο καλάμι του-σε αυτό συνέβαλαν και τα πολύ ψιλά και άβαρα εργαλεία του-και γνώριζε ποία ήταν η μοναδική κατάλληλη στιγμή με πιθανότητα να  αγκιστρωθεί το ψάρι. Και τα κατάφερνε μεγαλειωδώς!

Κατά αυτόν τον τρόπο γνωριστήκαμε με τον Αντώνη. Από τότε μας συνδέει βαθιά φιλία η οποία γρήγορα αναπτύχθηκε στα πρώτα μας κοινά ψαρέματα. Ψαρέψαμε πολύ με κάθε μέσο, συμμετείχαμε ως ομάδα σε πολλούς αγώνες επίσημους και ανεπίσημους, τοπικούς και πανελλήνιους και κατακτήσαμε πολλές διακρίσεις. Συνεργαστήκαμε στην αρθρογραφία και συνεχίζουμε να ψαρεύουμε όσο οι σημερινές συνθήκες μας επιτρέπουν. Πάντα θαυμάζουμε το ήθος και την ειλικρίνεια του και πάντα διδασκόμαστε τεχνικές μεθόδους και μαστοριά. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που συνεχίζει ακόμη να παρέχει τις γνώσεις του στους φίλους του ψαρέματος μέσα από αυτήν την ιστοσελίδα. Καλή συνέχεια.